- χρηστῶ
- χρηστόςusefulmasc/neut gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χρηστῷ — χρηστός useful masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρηστώ — χρηστός useful masc/neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χρήστῳ — Χρῆστος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρηστῶι — χρηστῷ , χρηστός useful masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραζεύγνυμι — και παραζευγνύω ΜΑ ζεύω μαζί αρχ. 1. ενώνω κάποιον μαζί με άλλον, παντρεύω («χρηστῷ πονηρὸν λέκτρον παραζευγνύναι», Ευρ) 2. τοποθετώ πολύ κοντά σε κάποιον («φρουρὼ παραζεύξασα φύλακε σώματος», Ευρ.) 3. συντροφεύω, ζευγαρώνω («παραζευγνυμένων… … Dictionary of Greek
χρηστός — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Αλβανία και ήταν οπωροπώλης στην Κωνσταντινούπολη. Οι Τούρκοι τον αποκεφάλισαν γιατί αρνήθηκε να εξισλαμιστεί (1748). Η μνήμη του τιμάται στις 12 Φεβρουαρίου. * * * ή, ό / χρηστός, ή, όν, ΝΜΑ … Dictionary of Greek